μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός, ελεύθερος — Ένα υποθετικό μαγνητικό ρευστό στο οποίο συμβατικά αποδίδονται οι μαγνητικές ιδιότητες ενός μαγνήτη. Σε έναν ραβδόμορφο μαγνήτη, ο ε.μ. θεωρείται συχνά ότι είναι συγκεντρωμένος στους πόλους του, αλλά μπορεί να μελετηθεί και η πραγματική κατανομή… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός, ζωικός — Θεραπευτική μέθοδος η οποία –σύμφωνα με τους υποστηρικτές της– βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα ρευστό που προέρχεται από τα σώματα και τους οργανισμούς, ικανό να επιφέρει έως και θεραπευτική μεταβολή στα όργανα που επιδρά. Η θεωρία αυτή… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek
αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… … Dictionary of Greek
παραμόνιμος — η, ο / παραμόνιμος, ον, ποιητ. τ. θηλ. παρμονίμα, ΝΜΑ [παραμένω] σταθερός, διαρκής, μόνιμος νεοελλ. αυτός που παραμένει και μετά την άρση τής αιτίας που τόν προκάλεσε («παραμόνιμος μαγνητισμός» παραμένων μαγνητισμός, μαγνητισμός που παραμένει σε… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός — ή γήινος μαγνητισμός ο μαγνητισμός που αφορά τα γήινα μαγνητικά πεδία, που προκαλείται από τη γη … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek